- ἁλιεργής
- ἁλι-εργής, ἁλιιεργός, im Meere arbeitend, von Fischern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλιεργής — ἁλιεργής, ὲς και ἁλιεργὸς (Α) 1. αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, αλιευτικός 2. πορφυρός, ερυθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* (< ἅλς) + εργής, εργὸς < ἔργον] … Dictionary of Greek
ἁλιεργέα — ἁλιεργής working in sea neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁλιεργής working in sea masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek